- φερμάνι
- το, Νβλ. φιρμάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερμάνι — το βλ. φιρμάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek
φιρμάνι — και φερμάνι, το, Ν 1. (στους μουσουλμάνους) διάταγμα τού σουλτάνου 2. συνεκδ. η άδεια που παρέχεται με το παραπάνω διάταγμα 3. φρ. «βγάζω φιρμάνι» εκδίδω αυθαίρετη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ferman] … Dictionary of Greek
firman — FIRMÁN, firmane, s.n. Ordin emis de sultan (prin care erau numiţi sau maziliţi guvernatorii şi domnitorii depinzând de Imperiul Otoman). – Din tc. fermān. Trimis de LauraGellner, 11.05.2004. Sursa: DEX 98 FIRMÁN s. (ist.) (turcism înv.) talhâş … Dicționar Român
φιρμάνι — φιρμάνι, το και φερμάνι, το (λ. τουρκ.) 1. σουλτανικό διάταγμα στην Τουρκία για εκτέλεση υπουργικής απόφασης. 2. η έγκριση που δινόταν με φιρμάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)